Βίγλες
Οι βίγλες της Χίου είναι μεσαιωνικοί, κυλινδρικοί πυργίσκοι, κτισμένες σε ακτές και ακρωτήρια του νησιού με σκοπό την παρατήρηση του πελάγους και την έγκαιρη ειδοποίηση των κατοίκων σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής. Τοποθετημένες σε μικρές αποστάσεις μεταξύ τους, σε οπτική επαφή η μία με την άλλη, ήταν πυκνότερες στις νότιες και δυτικές ακτές του νησιού που προσφέρονταν για αποβάσεις. Αποτελούν ένα παράκτιο δίκτυο παρατήρησης και μετάδοσης μηνυμάτων και κτίστηκαν επί Γενουοκρατίας, μέσα στα πλαίσια της αμυντικής οχύρωσης της Χίου κατά την περίοδο ανάμεσα στο 1346 και το 1566, όταν το νησί κατείχαν οι Γενοβέζοι (ή, αλλιώς, Γενουάτες). Οι βίγλες της Χίου συνέχισαν να λειτουργούν μέχρι τα μέσα του 18ου αι. τουλάχιστον, οπότε το πρόβλημα της πειρατείας αρχίζει να εκλείπει.
Οι κατασκευές αυτού του είδους ονομάζονταν φρυκτωρίες από τους αρχαίους Έλληνες. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν τον όρο vigilarium (που περιλάμβανε πάσης φύσεως πύργους-φυλάκια). Οι Βυζαντινοί τις αποκαλούσαν καμινοβίγλια. Χρησιμοποιήθηκαν και άλλες ονομασίες όπως πύργοι, πυργίσκοι, φανόπυργοι, πρόβολοι, φυλάκια. Η ιταλική λέξη για τη βίγλα ήταν vigilanza και για τον βιγλάτορα vigilatore. Η λέξη «Βίγλα» έχει λατινική ρίζα. Προέρχεται από το vigil ή vigilia που σημαίνει σκοπιά, φυλάκιο, παρατηρητήριο. Η αρχική σημασία της ήταν «επαγρύπνηση». Η λέξη πέρασε στα Ελληνικά δια μέσου μάλλον του Βυζαντίου παρά από τους Ιταλούς, οι οποίοι πάντως είναι υπεύθυνοι για την κατασκευαστική έκρηξη των βιγλών στον ελληνικό χώρο κατά τον ύστερο Μεσαίωνα. Κατά τη Γενουοκρατία στη Χίο δεν υπήρχε μεγάλη στρατιωτική δύναμη, αλλά η άμυνα του νησιού οργανώθηκε με τη δημιουργία κάστρων και οχυρωμένων οικισμών, καθώς και ενός δικτύου με παράκτιες βίγλες που ήταν, με διαφορά, το πιο εκτεταμένο στην Ελλάδα. Πιστεύεται ότι κατά την περίοδο πλήρους χρήσης και λειτουργίας του αμυντικού δικτύου, υπήρχαν στη Χίο γύρω στις 50 βίγλες. Σήμερα εντοπίζονται το πολύ 35 μαζί με αυτές των οποίων σώζονται μόνο ίχνη. Από αυτές οι 24 είναι κηρυγμένες ως διατηρητέα μνημεία.
Τοποθεσία
Η διασπορά των βιγλών είναι πολύ πιο πυκνή στα νότια και δυτικά του νησιού. Ένας λόγος γι’ αυτό είναι ότι το βόρειο μέρος της Χίου είναι ορεινό με ψηλές κορφές. Έτσι η μορφολογία του εδάφους προσφέρει φυσική προστασία και τη δυνατότητα αφ’ υψηλού παρατήρησης χωρίς να είναι απαραίτητη η κατασκευή πολλών παρατηρητηρίων. Στο νότιο μέρος του νησιού οι ακτές είναι πιο προσιτές. Επιπλέον ο εύφορος κάμπος και ειδικά τα πολύτιμα μαστιχόδενδρα χάριζαν εκεί πλούτο και ευημερία, που ήταν μια ιδιαίτερα ελκυστική λεία για τους πειρατές. Για αυτό η ανάγκη για αμυντικές κατασκευές ήταν εκεί πιο επιτακτική, συν το γεγονός ότι υπήρχαν περισσότεροι διαθέσιμοι πόροι για αυτό το σκοπό. Στην έκδοση του Φιλίππου Αργέντη «Η Χίος παρά τοις Γεωγράφοις και περιηγηταίς», παρατίθεται το παρακάτω εδάφιο από το έργο “Voyages de M. de Thevenot tant en Europe qu’ en Asie et en Afrique” του Jean de Thevenot (Paris 1689): «Επειδή αι πεδιάδες της Χίου ήσαν πλήρεις μαστιχοδένδρων, έπρεπε να υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι να την φυλάττουν και να την συλλέγουν εις την εποχή της, δια τον λόγο τούτον υπήρχον εις την πεδιάδα μικρά χωρία δια τριάκοντα, πεντήκοντα, εκατόν ψυχάς έκαστον. Επειδή όμως ηνωχλούντο υπό των Τούρκων της Ανατολής, η οποία απέχει περίπου 18 μίλια, οίτινες αφήρπαζον ανθρώπους και πράγματα, όλα τα χωρία ταύτα απεφάσισαν να ενωθούν τρία ή τέσσερα ομού και να χτίσουν κάστρα ή πύργους, δια να εξασφαλισθώσι κατά των πειρατών. Δια να φυλάξουν δε τα δένδρα και τα χωρία, έκτισαν πύργους εις τα πέριξ της νήσου εις απόστασιν τριών ή τεσσάρων μιλίων απ’ αλλήλων. Έκαστον δε γειτονικόν χωρίον απέστελλεν εκεί δύο άνδρας δια να φυλάττουν και όταν έβλεπον λέμβους, πλοία ή γαλέρας, ειδοποιούν και απεσύροντο ή και ημύνοντο.» Η επιλογή της τοποθεσίας στην οποία χτιζόταν η βίγλα γινόταν με στόχο τον καλύτερο δυνατό έλεγχο της θάλασσας, και με γνώμονα το βάθος του ορίζοντα, την ύπαρξη περασμάτων, την ευκολία απόβασης και τη δυνατότητα επικοινωνίας με άλλα σημεία του νησιού. Ιδιαίτερη προσοχή χρειαζόταν στα σημεία που προσφέρονταν για ελλιμενισμό πλοίων. Η θέση και η απόσταση μεταξύ δύο βιγλών εξαρτάται από τις τοπικές συνθήκες, τη μορφή των κατοπτευομένων ακτών, τη μορφολογία του εδάφους, αλλά και τη μέγιστη απόσταση στην οποία μπορεί να υπάρχει ικανοποιητική ορατότητα κάτω από δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Στις βίγλες που ξέρουμε σήμερα η απόσταση κυμαίνεται από 1,6 χλμ μέχρι 3,8 χλμ. Ο Jean de Thevenot το 1656 αναφέρει απόσταση τριών ή τεσσάρων μιλίων, ενώ ο ιστορικός Ιερώνυμος Ιουστινιάνης, το 1586, θεωρεί ότι η ενδεδειγμένη απόσταση μεταξύ δύο βιγλών είναι ένα μίλι.
Κατασκευή
Όσον αφορά την κατασκευή τους, οι βίγλες ήταν σε μεγάλο βαθμό τυποποιημένες. Μία τυπική βίγλα στη Χίο είναι κυλινδρική, με μέση διάμετρο κορμού 7,50μ. και συνολικό ύψος περί τα 12 μέτρα. Αποτελείται από μπαζωμένο κατά τα 2/3 κορμό με κολουροκωνική, συνήθως, βάση (σκάρπα), ένα δωμάτιο σε ύψος 8 μ. περίπου από το έδαφος που στεγάζεται από ένα ημικυλινδρικό θόλο, πάνω στον οποίο στηρίζεται το δώμα με τις επάλξεις. Ένα χαρακτηριστικό σε αρκετές βίγλες είναι η κωνική διαπλάτυνση από το κάτω μέρος του κορμού προς τη βάση, που ονομάζεται scarpa (σκάρπα). Η διαμόρφωση αυτή ενίσχυε την αντοχή της κατασκευής, τόσο στατικά όσο και σε κανονιοβολισμούς. Επίσης η σκάρπα εμπόδιζε τους επιτιθέμενους να πλησιάσουν πάρα πολύ στον τοίχο της βίγλας, έξω από το οπτικό πεδίο των βιγλατόρων. Αυτή η ιδιαιτερότητα υπάρχει μόνο σε βίγλες της Χίου και όχι σε όλες. Η λιθοδομή είναι από τοπικούς λίθους, ελαφρά λαξευμένους στην εξωτερική τους όψη συνδεδεμένους με κουρασάνι, δηλαδή ασβέστη ανακατεμένο με τριμμένο κεραμίδι και άμμο. Στη βάση το τοίχωμα έχει πάχος, μέχρι και 2μ., ενώ στον κορμό το μέσο πάχος μειώνεται στο 1μ. Το εσωτερικό της Βίγλας ήταν μπαζωμένο από τη βάση μέχρι τα δύο τρίτα του συνολικού ύψους. Το δωμάτιο που διαμορφώνεται στην κορυφή της βίγλας (σε στάθμη 8 μ. περίπου) στεγάζεται με χαμηλό θόλο. Μία καταπακτή στο άκρο του θόλου επέτρεπε την επικοινωνία μεταξύ του εσωτερικού χώρου και του δώματος της βίγλας όπου βρίσκονται οι επάλξεις. Οι βίγλες δεν είχαν είσοδο και πόρτα στο κάτω μέρος, οι περισσότερες όμως είχαν μια υποτυπώδη θύρα στο επάνω δωμάτιο. Η είσοδος γινόταν με ανεμόσκαλα, σχοινί ή φορητή ξύλινη σκάλα. Οι βιγλάτορες έμπαιναν είτε από τη θύρα του δωματίου ή συνηθέστερα ανέβαιναν κατευθείαν στις επάλξεις και από εκεί κατέβαιναν πιο κάτω. Η θύρα που ποτέ δεν ήταν από την πλευρά της θάλασσας, ήταν καλά αμπαρωμένη, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις υπήρχε από πάνω της καταχύστρα (αμυντική κατασκευή μέσα στην οποία έχυναν καυτά υγρά). Καταχύστρες υπήρχαν και σε άλλα σημεία, περιμετρικά. Στο δωμάτιο του βιγλάτορα ανοίγονταν μικρά παράθυρα, τραπεζοειδούς σχήματος που κατέληγαν σε στενές οπές, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ανοίγονται επιπλέον πολεμότρυπες. Γύρω από τις βίγλες υπήρχαν και βοηθητικά μικρά χτίσματα για διάφορες χρήσεις: για τα ζώα, για την αποθήκευση ξύλων, για τα τρόφιμα, ακόμα και για τη διαμονή των βιγλατόρων, δεδομένου ότι η ίδια η βίγλα δεν διέθετε πολλές ανέσεις για διαβίωση, παρασκευή τροφής, προσωπική υγιεινή κλπ.
Αμυντικός ρόλος
Οι βίγλες χρησίμευαν πρωτίστως σαν παρατηρητήρια, ο ρόλος τους όμως ήταν και αμυντικός. Είχαν επίσης και αποτρεπτικό ρόλο λόγω της εικόνας ετοιμότητας που έδιναν για το νησί. Όταν ο βιγλάτορας έβλεπε κάποιο εχθρικό πλοίο, ειδοποιούσε τις άλλες βίγλες και τα χωριά. Ακόμα και γειτονικά νησιά. Τα σήματα κινδύνου δίνονταν με καπνό την ημέρα και με φωτιά τη νύχτα. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούσαν είτε εύφλεκτη ξυλεία, ξερά χόρτα, θάμνους, καλάμια κ.ά. για ζωηρή φωτιά τη νύχτα είτε βρεγμένα σανά και κοπριά βοοειδών (σβουνιές) για πυκνό καπνό την ημέρα. Τα κωδικοποιημένα μηνύματα ειδοποιούσαν για το σημείο επερχόμενης απόβασης και τον αριθμό των σκαφών, ώστε να αποσταλεί στρατιωτική δύναμη προς απόκρουση του επιδρομέα, οι δε χωρικοί να προφυλαχθούν στο εσωτερικό των χωριών που, ειδικά στην περιοχή των Μαστιχοχωρίων, ήταν οχυρωμένα. Οπωσδήποτε έπρεπε το μήνυμα να φθάσει μέχρι τη Χώρα της Χίου, στο Κάστρο. Τη φωτιά υποτίθεται ότι την άναβαν στην κορυφή της βίγλας, αλλά είναι εξαιρετικά πιθανό τις περισσότερες φορές να την άναβαν έξω από τη βίγλα, όταν ο κίνδυνος δεν ήταν άμεσος και δεν υπήρχαν προβλήματα ορατότητας. Επίσης, πολλές φορές το σήμα κινδύνου μεταδίδονταν προσωπικά από τους ίδιους τους βιγλάτορες που έσπευδαν στο πλησιέστερο χωριό (με άλογο ή με τα πόδια) για να ειδοποιήσουν όταν δεν ήθελαν να δώσουν στόχο (σαν ένα είδος σιωπηλού συναγερμού). Η επάνδρωση των βιγλών γινόταν συνήθως από δύο άντρες, τους βιγλάτορες. Ανά πάσα στιγμή ο ένας από τους δύο βιγλάτορες είχε βάρδια στο παρατηρητήριο. Ανάμεσα στα καθήκοντα του βιγλάτορα ήταν και η συντήρηση της βίγλας και οι τυχόν επείγουσες επιδιορθώσεις. Η επιλογή των βιγλατόρων γινόταν με προσοχή από τον τοπικό πληθυσμό και ο διορισμός τους ήταν επίσημος. Η θέση απαιτούσε υπευθυνότητα και ικανότητες. Κάθε βιγλάτορας πήγαινε εκ περιτροπής κάθε δεύτερη Κυριακή στο χωριό του για να επισκεφτεί την οικογένειά του. Έπρεπε να επιστρέψει αυθημερόν με τις προμήθειες της εβδομάδας. Τα έξοδα της βίγλας και του πληρώματος τα κάλυπταν τα γειτονικά χωριά. Συχνά, μετά την επισήμανση του κινδύνου, οι βιγλάτορες εγκατέλειπαν τη θέση τους. Αυτό δεν το έκαναν για να γλυτώσουν, καθώς οι πειρατές δεν είχαν λόγο να σπαταλούν χρόνο και δυνάμεις για να πολιορκήσουν τη βίγλα. Μερικές φορές έφευγαν για να μεταδώσουν αυτοπροσώπως το μήνυμα κινδύνου, αλλά ο βασικός λόγος ήταν για να πάρουν μέρος στην άμυνα των οικισμών καθώς οι βιγλάτορες ήταν από τους λίγους έμπειρους πολεμιστές που υπήρχαν διαθέσιμοι. Οι βιγλάτορες είχαν ελαφρύ οπλισμό για την άμυνά τους και αντιμετώπιζαν τους επιτιθέμενους με ρίψεις ακοντίων βελών και λίθων. Οι καταχύστρες ήταν ένα αποτελεσματικό μέσο άμυνας. Αργότερα ο οπλισμός τους εξελίχθηκε και συμπεριλάμβανε πυροβόλα όπλα, ίσως ένα μικρό κανόνι, και διάφορα είδη τυφεκίων, ανάλογα με την εποχή: εσπιγκάρδες, αρκεβούζια, μουσκέτα.
Ιστορικές αναφορές
Για τον τρόπο λειτουργίας των βιγλών μας πληροφορούν οι ξένοι περιηγητές, οι οποίοι επισκέπτονταν το νησί και έγραφαν μετά τις εντυπώσεις τους. Γράφει ο Jean de Thevenot (1656): «Δια να φυλάξουν δε τα δέντρα και τα χωριά έκτισαν πύργους εις τα πέριξ της νήσου, εις απόστασιν 3 ή 4 μιλίων απ΄αλλήλων. Έκαστον δε γειτονικόν χωρίον απέστελλεν εκεί δύο άνδρας δια να φυλάττουν και όταν έβλεπον λέμβους, πλοία ή γαλέρας, ηδοπύουν και απεσύροντο ή και ημύνοντο». Όπως μας πληροφορεί ο George Sandys (1610), την ημέρα ειδοποιούσαν με σήματα καπνού, ενώ τη νύχτα με σήματα φωτιάς (φρυκτωρίες). Ο Ιερώνυμος Ιουστινιάνι (1586) αναφέρει ότι «...εφόσον εντοπισθεί κάποιο πλοίο, μέσα σε δύο ώρες, κάνοντας σήματα με τη φωτιά, ειδοποιούν όλο το νησί...». Ο χαρακτήρας των μηνυμάτων είχε σκοπό να προειδοποιήσει για το σημείο επερχόμενης απόβασης και τον αριθμό των σκαφών, ώστε να αποσταλεί στρατιωτική δύναμη προς απόκρουση του επιδρομέα, οι δε χωρικοί να προφυλαχθούν στο εσωτερικό των χωριών που, ειδικά στην περιοχή των Μαστιχοχωρίων, ήταν οχυρωμένα. Οπωσδήποτε έπρεπε το μήνυμα να φθάσει μέχρι τη Χώρα της Χίου, στο Κάστρο.