Ανάβατος
Ο Ανάβατος, ο μεσαιωνικός οικισμός της κεντρικής Χίου ερειπωμένος σήμερα είναι ένα από τα σημαντικότερα χωριά-μνημεία του νησιού. Απέχει 20 χλμ από την πόλη και πήρε το όνομά του από τη δύσβατη θέση του.
Η ίδρυσή του στην κορυφή ενός απόκρημνου βραχώδους λόφου, ύψους 450 μέτρων, ανάγεται στην πρωτοβυζαντινή περίοδο, όπως φαίνεται από τα νομίσματα που βρέθηκαν εκεί. Η αρχική εγκατάσταση έγινε για στρατιωτικούς και αμυντικούς λόγους. Στα γενουατικά χρόνια (1346-1566) διευρύνθηκε στο πλάτωμα της κορυφής και τειχίστηκε. Η τειχισμένη ακρόπολη, το Παληό Χωριό, κατά τον Γ. Ζολώτα, ήταν πυκνά δομημένη και διαιρούνταν σε τέσσερεις συνοικίες. Από τα κτίσματα διατηρούνται η πύλη εισόδου, στη μοναδική πρόσβαση από τα βόρεια, ερείπια πύργων και σπιτιών και δύο μεγάλα κτήρια της Τουρκοκρατίας, ο δίκλιτος ναός του Παλαιού Ταξιάρχη και το «Τριώροφο κτήριο», ελαιοτριβείο στο ισόγειο, διδακτήριο στον πρώτο όροφο, όπου ενσωματώθηκε και η παλιά δεξαμενή, και επάνω, στον δεύτερο όροφο, ο ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου. Ο οικισμός κατά τον 16ο αιώνα επεκτάθηκε και έξω από το τείχος, στο Μεσοχώρι. Εκτείνεται βορειοανατολικά στην πλαγιά και διασχίζεται από δύο κύριους δρόμους και άλλους μικρότερους, στους οποίους βλέπουν τα σπίτια. Αυτά είναι στενομέτωπα με όροφο, κτισμένα από γκρίζα πέτρα και οριζόντιο ξύλινο δώμα, προσαρμοσμένα στο απότομα κεκλιμένο έδαφος. Κατά την περίοδο αυτή κτίστηκε έξω από τον οικισμό και ο κοιμητηριακός ναός του Αγίου Γεωργίου. Μετά τις φοβερές σφαγές του 1822 και τον καταστρεπτικό σεισμό του 1881, το χωριό ερημώθηκε και οι λιγοστοί κάτοικοι που σώθηκαν έκτισαν στους πρόποδες, στα τέλη του 19ου αιώνα, το Νέο Χωριό, όπου δεσπόζει η νεότερη εκκλησία του Ταξιάρχη. Ο Ανάβατος δεμένος με ιστορία και θρύλους, από τις πειρατικές επιδρομές και τις βαρβαρότητες των Οθωμανών το 1822, όταν οι γυναίκες για να μην πέσουν στα χέρια τους τραγουδώντας έπεσαν στο βάραθρο, στέκεται σήμερα περήφανος «Μυστράς του Αιγαίου», όπως αποκαλείται, μαγεύοντας τους επισκέπτες του.
Ο μεγάλος ζωγράφος της Χίου Νίκος Γιαλούρης, πέρα από τις εικόνες του, μας έδωσε και την ομορφότερη περιγραφή του: «Μέσα σε τούτη την αγκαλιά της πευκοθάλασσας, αρμενίζει γαλέρα ο Ανάβατος πάνω στο μαβί το βράχο του, λες και πασκίζει να ξεφύγει απ’ τον οδοιπόρο που διψά την παράξενή του γνωριμία. Κι όσο κατεβαίνεις και χώνεσαι στα δέντρα, τόσο κρύβεται και πάλι ξετρυπώνει και καμαρώνει, παίζει με τα σύννεφα... Στον κάμπο, εκεί που πρωτοστήθηκε το χωριό οι ελιές πληθύνανε. Τα καμίνια ένα γύρω θυμιάζουνε το θεό της φωτιάς για να πάει καλά η μέρα. Το λάδι και το μέλι είναι το μοναδικό βιος του χωριού. …Σαν βάλανε οι πειρατές το πόδι στο νησί κι ανέβηκαν απ’ την Ελίντα, το ’καψαν το χωριό φορές αμέτρητες, ξεκληρίσανε τους κολήγους, μα όσοι γλυτώναν χτίζανε λιγάκι πιο αψηλά ως που φωλιάσανε στο βράχο, γεμάτο πληγές από κοκκινόχωμα, σπηλιές και κουφάλες. Σαν πλησιάσεις για καλά και ξεχωρίσεις σπίτια και τειχιά χρυσά, θαρρείς πως, μόλις σκαρφαλώσεις, το πάτησες κι όλας το καστρί. Μα είναι παιχνίδι που σου’παιζε το Φως γιατί, κάτωθέ σου, ανοίγεται χάος μεγάλο κι ο δρόμος που όλο στενεύει, βουτά ως τον πάτο σκιερής χαράδρας. Στα ριζά της ανηφόρας θα σταθείς για να κοιτάξεις, αψηλά, να δεις το Κάστρο που κρέμεται ανάμεσα σε δύο σύννεφα σαν τραντάφυλλα πρωινά. Τοίχοι που τους κρατάει μια πέτρα ή μια ρίζα αγριοπρίναρο στην άκρη του γκρεμού, σπίτια λαμπαδωτά, κι ο παλιός Ταξιάρχης στην κορφή. Πρέπει να ’μπεις στο καινούργιο χωριό, εκεί που τελειώνουν τα χαλάσματα, για να νοιώσεις πνοή ανθρώπινη. … Τα σπίτια που κατοικούνται είναι λιγοστά και τα ξεχωρίζεις απ’ το αλλοιώτικο άσπρισμα γύρω στα παράθυρα και τις πόρτες. Είν’ όλα χτισμένα από ντόπια πέτρα, σιδερένια και γυαλιστερή. Κάθε σπίτι σαν καστέλλο, ριζωμένο στην πέτρα». … Νίκου Γιαλούρη, Χίος, το νησί των ανέμων, β΄ έκδοση, Χίος 1995, 53-56.